- πεμπτήρ
- -ῆρος, ὁ, Ααυτός που συνοδεύει κάποιον ως πομπός, πομπεύς*.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπω + επίθημα -τήρ (πρβλ. λαμπ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεμπτῆρ' — πεμπτῆρα , πεμπτήρ masc acc sg πεμπτῆρι , πεμπτήρ masc dat sg πεμπτῆρε , πεμπτήρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
πεμπτήριος — ὁ, ἡ, Α [πεμπτήρ] προπεμπτήριος, συνοδευτικός … Dictionary of Greek